- χήρα
- η вдова
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χήρα — χήρᾱ , χήρα widow fem nom/voc/acc dual χήρᾱ , χήρα widow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) χήρᾱ , χήρα widow fem nom/voc/acc dual χήρᾱ , χήρα widow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) χήρᾱ , χῆρος widow fem nom/voc/acc dual χήρᾱ , χῆρος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χήρᾳ — χήρᾱͅ , χήρα widow fem dat sg (attic doric aeolic) χήρᾱͅ , χήρα widow fem dat sg (attic doric aeolic) χήρᾱͅ , χῆρος widow fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χήρα — Χήρᾱ , Χῆρα fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χήρᾳ — Χήρᾱͅ , Χῆρα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χῆρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χῆρα — χήρα widow neut nom/voc/acc pl χῆρος widow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χήρα — η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. χήρη Α 1. γυναίκα που έχει χάσει τον σύζυγό της και παραμένει άγαμη (α. «ήτο έρημος και χήρα», Παπαδ. β. «οὐ παρθένον, ἀλλὰ χήραν», Πλούτ.) 2. στον πληθ. οἱ χήρες και αίχῆραι εκκλ. τάξη αφιερωμένων στη διακονία τής… … Dictionary of Greek
χήρα — η 1. παντρεμένη γυναίκα που παραμένει άγαμη μετά το θάνατο του συζύγου της: Έχει μείνει χήρα εδώ και πέντε χρόνια. 2. παροιμ., «H χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν», οι άνθρωποι κακολογούν τις χήρες. 3. φρ., «Nα κλαίνε οι χήρες, μα να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χήρας — χήρᾱς , χήρα widow fem acc pl χήρᾱς , χήρα widow fem gen sg (attic doric aeolic) χήρᾱς , χήρα widow fem acc pl χήρᾱς , χήρα widow fem gen sg (attic doric aeolic) χήρᾱς , χῆρος widow fem acc pl χήρᾱς , χῆρος widow fem gen sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χῆρ' — χῆρα , χήρα widow neut nom/voc/acc pl χῆρε , χήρα widow masc voc sg χῆρε , χήρα widow masc voc sg χῆραι , χήρα widow fem nom/voc pl χῆραι , χήρα widow fem nom/voc pl χῆρα , χῆρος widow neut nom/voc/acc pl χῆρε , χῆρος widow masc voc sg χῆραι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χήραι — χήρᾱͅ , χήρα widow fem dat sg (attic doric aeolic) χήρᾱͅ , χήρα widow fem dat sg (attic doric aeolic) χήρᾱͅ , χῆρος widow fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)